- εγκλωβισμός
- ο воен, блокирование (тж. перен. ); окружение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκλωβισμός — ο 1. ο περιορισμός μέσα σε κλουβί 2. ο περιορισμός, η περιχαράκωση μέσα σ έναν χώρο … Dictionary of Greek
εγκλωβισμός — ο 1. η απομόνωση σαν σε κλουβί, ο περιορισμός σε πολύ στενό χώρο. 2. (στρατ.), με πυρά πυροβολικού ή πολυβόλων απομόνωση ορισμένου τμήματος εχθρικού εδάφους και των εχθρικών δυνάμεων που βρίσκονται εκεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροφορία — η / ὑδροφορία, ΝΑ, και ποιητ. τ. ὑδροφορείη Α [υδροφόρος] η μεταφορά νερού νεοελλ. 1. γεωλ. α) η φυσική συγκράτηση εκμεταλλεύσιμης ποσότητας γλυκού νερού κάτω από την επιφάνεια τής Γης 2. (γεωλ. τεχνολ.) ο τεχνητός εγκλωβισμός εκμεταλλεύσιμων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek